θυσμικός

θυσμικός
θυσμικός, ή, όν,
A sacrificial,

ἔτος IG12(5).141

([place name] Paros), 903 ([place name] Tenos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυσμικός — θυσμικός, ή, όν (Α) επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσμικόν ἔτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *θυσμός] …   Dictionary of Greek

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”